κεραύνιος

κεραύνιος
κεραύν-ιος, α, ον, also ος, ον A.Th.430, E.Ba.594 (anap.):—
A of a thunderbolt,

βολαί A.

l.c.;

φλόξ Id.Pr.1017

;

πέμφιξ S.Fr.538

; πῦρ, λαμπάδες, E.Tr.80, Ba.244; θάνατος death by the thunderbolt, Call.Aet.3.1.64;

λίθος

heliotrope,

PHolm.10.37

, Porph.VP17, cf. Plin.HN37.132.
2 thundersmitten, of Semele, S.Ant.1139 (lyr.), E.Ba.6;

Καπανέως κ. δέμας Id.Supp.496

; τὰ Κεραύνια the 'thunder-splitten peaks', name of several mountain ridges, Str.6.3.5, etc.
3 κεραύνιος, , kind of bandage, Sor.Fasc.37.
II = κεραύνειος, [Ζεύς] Arist.Mu.401a17, Milet.1(7).278; applied to Philip, AP6.115 (Antip. <Sid.>).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεραύνιος — of a thunderbolt masc nom sg κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραύνιος — of a thunderbolt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραύνιος — α, ο (ΑΜ κεραύνιος, ία ον, Α καί ος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος 2. κεραύνειος* 3. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνίους — κεραύνιος of a thunderbolt masc acc pl κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνίων — Κεραύνιος of a thunderbolt fem gen pl Κεραύνιος of a thunderbolt masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραύνιε — κεραύνιος of a thunderbolt masc voc sg κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραύνιοι — κεραύνιος of a thunderbolt masc nom/voc pl κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραύνιον — Κεραύνιος of a thunderbolt masc acc sg Κεραύνιος of a thunderbolt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνίαις — Κεραύνιος of a thunderbolt fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνίαις — κεραύνιος of a thunderbolt fem dat pl κεραυνία fem dat pl κεραυνίας thunder stricken masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνίη — Κεραύνιος of a thunderbolt fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”